ιδροκόπος

ιδροκόπος
ο
αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπος (< κόπος), πρβλ. δημο-κόπος, ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιδροκοπώ — [ιδροκόπος] ιδρώνω από τον πολύ κόπο, κοπιάζω, μοχθώ …   Dictionary of Greek

  • ιδροκοπιά — η [ιδροκόπος] κόπος, μόχθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”